- σανδαράκη
- και σανδαράχη, η, ΝΜΑ1. εύθρυπτη, σχετικά αρωματική ημιδιαφανής ρητίνη, που διατίθεται υπό μορφή ωχροκίτρινων κόκκων, λαμβάνεται από τα δένδρα τετρακλινίς και καλλιτρίς και χρησιμοποιείται, σήμερα, στην βιομηχανία χρωμάτων, στην φαρμακοποιία καθώς και για επικάλυψη χαρτιού, δέρματος και μετάλλου2. ορυκτό τού αρσενικού και τού θείου3. φρ. α) «ερυθρά σανδαράκη»(ορυκτ.) κόκκινο ή πορτοκαλλόχρωμο ορυκτό τού αρσενικού και τού θείου, το οποίο αποτελεί σημαντικό μετάλλευμα τού αρσενικούβ) «κίτρινη σανδαράκη» — διαφανές κίτρινο θειούχο ορυκτό τού αρσενικού, που αποτελεί απόθεση θερμών πηγών και είναι προϊόν εξαλλοίωσης, ιδίως από ερυθρά σανδαράκη, ή προϊόν χαμηλών θερμοκρασιών σε υδροθερμικές φλέβεςαρχ.1. τροφή τών μελισσών («τροφὴν ἐμφερῆ τῷ κηρῷ τὴν σκληρότητα, ἣν ονομάζουσί τινες σανδαράκην», Αριστοτ.)2. (κατά τον Ησύχ.) «τροφή τις τῶν μελισσῶν, ὡς Ἀριστοτέλης καὶ εἶδος τι μεταλλικόν».[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ., πιθ. από τον ανατολικό χώρο, χωρίς να είναι γνωστή η ακριβής προέλευσή της. Κατά μία άποψη, η λ. συνδέεται με την λ. Σανδαράκη, όν. ενός λιμανιού τού Εύξεινου Πόντου].
Dictionary of Greek. 2013.